πεντάδραχμος

πεντάδραχμος
πεντά-δραχμος, ον,
A of the weight or price of five drachmae, Hdt.6.89 ; π. συναλλάγματα to the amount of five drachmae, Arist.Pol.1300b33 : π., το, piece of five drachmae, Poll.9.60 ; cf. πεντέδραχμος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεντάδραχμος — η, ο, ουδ. και πεντόδραμο / πεντάδραχμος και πεντέδραχμος, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάδραχμο και πεντόδραχμο νόμισμα αξίας πέντε δραχμών αρχ. αυτός που έχει βάρος πέντε δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * /… …   Dictionary of Greek

  • πεντάδραχμος — η, ο αυτός που έχει αξία πέντε δραχμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεντάδραχμον — πεντάδραχμος of the weight masc/fem acc sg πεντάδραχμος of the weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταδράχμου — πεντάδραχμος of the weight masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταδράχμους — πεντάδραχμος of the weight masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταδράχμων — πεντάδραχμος of the weight masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντάδραχμα — πεντάδραχμος of the weight neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ESTERLINGUS sus STERLINGUS — voces Anglis, et inde coeteris nationibus familiares, in re monetaria: Significant autem modo monetarium pondus, ut in Assisia Davidis I. Scot. Regis de Ponder. et Mens. Inprimis sterlingus dehet ponderare 32. grana boni et rotundi frumenti: modo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πεντέδραχμος — ον, Α βλ. πεντάδραχμος …   Dictionary of Greek

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • πεντόδραχμο — το βλ. πεντάδραχμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”